- προσυμναίος
- -αία, -ον, ΜΑαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Προσύμνη, δηλαδή στη Δήμητρααρχ.) (το θηλ. ως κύριο όν.) Προσυμναίαπροσωνυμία τής Ήρας στο Άργος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Προσύμνη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. ἡρ-αῖος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Προσύμναιος — Προσυμναῖος of Prosymna masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προσυμναίας — Προσυμναίᾱς , Προσυμναῖος of Prosymna fem acc pl Προσυμναίᾱς , Προσυμναῖος of Prosymna fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προσυμναίᾳ — Προσυμναίᾱͅ , Προσυμναῖος of Prosymna fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)